αρκουδόγυφτος

αρκουδόγυφτος
ο
1) см. αρκουδιάρης; 2) босяк

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αρκουδόγυφτος" в других словарях:

  • αρκουδόγυφτος — ο 1. ο γύφτος που ασκεί το επάγγελμα του αρκουδιάρη 2. μτφ. ο άξεστος, ο χυδαίος 3. αυτός που ζει μέσα σε άθλιες συνθήκες …   Dictionary of Greek

  • αρκούδα — Κοινή ονομασία για τα σαρκοφάγα πελματοβάμονα ζώα που αποτελούν την οικογένεια των αρκτιδών. Το σώμα τους είναι ογκώδες, μπορεί να έχει μήκος από 1,40 έως 3 μ. και καλύπτεται από μακρύ και πυκνό, αλλά αδρό τρίχωμα. To κεφάλι τους είναι κατά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»